Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
70 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτομαθεύομαι [protomaθévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : (για είδηση, πληροφορία κτλ.) μαθεύομαι, γίνομαι γνωστός για πρώτη φορά.
[πρωτο- + μαθεύομαι]
- πρωτομάθητος -η -ο [protomáθitos] Ε5 : (λογοτ., για πρόσ.) που είναι αρχάριος ή άπειρος σε κτ.· πρωτόμαθος.
[πρωτο- + -μάθητος κατά το αμάθητος]
- πρωτόμαθος -η -ο [protómaθos] Ε5 : (λογοτ., για πρόσ.) που είναι αρχάριος ή άπειρος σε κτ.· πρωτομάθητος.
[πρωτο- + μαθ- (μαθαίνω) -ος]
- ρωσομάθεια η [rosomáθia] Ο27 : η γνώση της ρωσικής γλώσσας.
[λόγ. ρωσομαθ(ής) -εια]
- ρωσομαθής -ής -ές [rosomaθís] Ε10 : που είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας.
[λόγ. ρωσο- + -μαθής]
- συμμαθητής ο [simaθitís] Ο7 θηλ. συμμαθήτρια [simaθítria] Ο27 : αυτός που φοιτά ή που φοίτησε στην ίδια τάξη με κπ. ή με κάποιους άλλους μαθητές και στη σχέση του με αυτούς: Mε τον Tάκη είμαστε συμμαθητές. Συναντήθηκαν οι παλιές συμμαθήτριες. Ήμασταν συμμαθητές στη Σχολή Ευελπίδων. || (επέκτ.) αυτός που πηγαίνει στο ίδιο σχολείο με κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. συμμαθητής· λόγ. < μσν. συμμαθήτρια < συμμαθη(τής) -τρια]
- φιλομάθεια η [filomáθia] Ο27 : η αγάπη, το ενδιαφέρον για μάθηση, η συστηματική επιδίωξη απόκτησης γνώσεων.
[λόγ. < αρχ. φιλομάθεια]
- φιλομαθής -ής -ές [filomaθís] Ε10 : που αγαπάει τη μάθηση, που επιδιώκει συστηματικά την απόκτηση γνώσεων.
[λόγ. < αρχ. φιλομαθής]
- φυσικομαθηματικός -ή -ό [fisikomaθimatikós] Ε1 : που αναφέρεται συγχρόνως στη φυσική και στα μαθηματικά: Φυσικομαθηματική σχολή. || (ως ουσ.) τα φυσικομαθηματικά, η φυσική και η μαθηματική επιστήμη ως ενιαίος κλάδος.
[λόγ. < γαλλ. physico-mathématique (ουσ.) < physico- = φυσικο- + mathématique = μαθηματικός]
- χρηστομάθεια η [xristomáθia] Ο27 : βιβλίο που περιείχε διηγήματα ή αποσπάσματα από έργα μεγάλων συγγραφέων, με μορφωτικό χαρακτήρα, και που το χρησιμοποιούσαν στην εκπαίδευση.
[λόγ. < ελνστ. χρηστομάθεια]